πυριτιδαποθήκη

πυριτιδαποθήκη
буре  барут

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυριτιδαποθήκη — η, Ν 1. αποθήκη πυρίτιδας 2. (κατ’ επέκτ.) αποθήκη πυρομαχικών 3. μτφ. περιοχή στην οποία είναι συσσωρευμένες πολλές εντάσεις και αντιθέσεις που την καθιστούν λανθάνουσα εστία έκρηξης πολέμου («τα Βαλκάνια υπήρξαν η πυριτιδαποθήκη τής Ευρώπης»).… …   Dictionary of Greek

  • πυριτιδαποθήκη — η αποθήκη πυρίτιδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • φλογοθυρίδα — η, Ν ναυτ. στεγανή θύρα τού πύργου τών πυροβόλων με την οποία απομονώνεται η πυριτιδαποθήκη σε περίπτωση έκρηξης οβίδας ή πυρκαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • φρεάτιο — το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α [φρέαρ, ατος] υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκι νεοελλ. 1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα 2. ναυτ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αλεμδάρ ή Βαϊρακτάρ — (1750 – 1808). Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός, που συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωτών του νεοτουρκισμού. Ως στρατιωτικός έφτασε στον βαθμό του στρατηγού και νίκησε τους Ρώσους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (1795). Το 1808 ηγήθηκε επανάστασης …   Dictionary of Greek

  • Αρκάδι — I Ιστορική μονή της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο, που το ολοκαύτωμά της το 1866 την ανέδειξε σε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Η παλαιότερη ιστορία της δεν είναι ακριβώς γνωστή. Ιδρύθηκε ίσως κατά τα τέλη του 12ου αι. και πήρε το όνομά της πιθανώς από …   Dictionary of Greek

  • Άστιγξ, Φρανκ Άμπνι — (Frank Abney Hastings, 1794 – Ζακυνθος 1828). Άγγλος φιλέλληνας. Αξιωματικός του αγγλικού ναυτικού, ήρθε στην Ελλάδα να προσφέρει τις υπηρεσίες του από τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης (1822) και υπήρξε από τους φιλέλληνες που πρoσέφεραν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”